ενθουσιώ

ενθουσιώ
ἐνθουσιῶ, -άω (Α)
ενθουσιάζω, κατέχομαι από ενθουσιασμό («ἀνεπήδησεν ἐπὶ τὸν ἵππον ὥσπερ ἐνθουσιῶν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ενθουσιάζω. Ο τ. ενθουσιάω (-ώ) κατά τα ρήματα σε -ιάω τα δηλωτικά πάθους ή ασθένειας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐνθουσιῶ — ἐνθουσιάω to be inspired pres imperat mp 2nd sg ἐνθουσιάω to be inspired pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐνθουσιάω to be inspired pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐνθουσιάω to be inspired imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

  • ενθουσιότης — ἐνθουσιότης, η (Μ) [ενθουσιώ] ενθουσιασμός, ενθουσίαση …   Dictionary of Greek

  • επενθουσιώ — ἐπενθουσιῶ, άω (Α) ενθουσιάζομαι για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενθουσιώ (παράλληλος τ. τού ενθουσιάζω*)] …   Dictionary of Greek

  • συνενθουσιώ — άω, Α 1. συνενθουσιάζω* 2. καταλαμβάνομαι από θαυμασμό για κάτι («ὁμοψύχως Μαξίμῳ τὰ περὶ θειασμὸν συνενθουσιῶν», Ευνάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐνθουσιῶ, άλλος τ. του ἐνθουσιάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”